Με τους δανειστές να παραμένουν σε απόσταση για τον τρόπο, το χρόνο και το μέγεθος της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους οι διαπραγματεύσεις φαίνεται ότι βρίσκονται σε αδιέξοδο για ακόμη μια φορά, κατάσταση που δεν είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας προσέγγισης αλλά του σχεδίου του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που θα οδηγήσει σε τεμαχισμό της αξιολόγησης.
Στόχος είναι να μη ληφθούν αποφάσεις για το χρέος τώρα και η Αθήνα να δεχθεί την ότι παραμένει υπό ασφυκτική εποπτεία ως με αντάλλαγμα την εκταμίευση της δόσης, πρόσβαση στο QE και Debt swap του ESM με το ΔΝΤ, ως βραχυχρόνιο μέτρο μείωσης του χρέους που θα αποδεικνύει την πολιτική βούληση των Ευρωπαίων, την οποία ζητούν τόσο η Κριστίν Λαγκάρντ όσο και ο Μάριο Ντράγκι.
Σε αντίθετη περίπτωση ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ελέγχοντας τον ESM απειλεί με επ αόριστον παράταση των διαπραγματεύσεων που θα οδηγήσουν σε στραγγαλισμό της ελληνικής οικονομίας και συνέπειες που δεν μπορούν να προβλεφθούν.
Σε αυτό τον σχεδιασμό αντιτίθενται άπαντες με την Κομισιόν να απαντά στις πρόσφατες δηλώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για έναρξη των συζητήσεων για το χρέος, μετά την αξιολόγηση, ότι θα υπάρξει συνολική συμφωνία στις 22 Μαΐου.
Αυτό υπογράμμισε σήμερα Ευρωπαίος αξιωματούχος, ο οποίος επιβεβαίωσε παράλληλα ότι η Κομισιόν θα αναθεωρήσει στις 11 Μαίου προς τη ζώνη του 2% την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της οικονομίας το 2017, εξέλιξη που αποδίδεται στην καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης.
Σύμφωνα με τον Ευρωπαίοι αξιωματούχο, η εκταμίευση της δόσης, το ύψος της οποίας δεν έχει ακόμη καθοριστεί επακριβώς, αλλά εκτιμάται ότι θα κινείται πλησίον των 7 δισ. ευρώ, θα γίνει περίπου μετά από ένα μήνα, δηλαδή στα μέσα Ιουνίου.
Σε σχέση με το ΔΝΤ, είπε ότι αν συμφωνήσει στις 22 Μαΐου για το χρέος, τότε η είσοδός του στο πρόγραμμα μπορεί να αποφασιστεί από το διοικητικό του συμβούλιο περί τα τέλη Ιουνίου.
Ο αξιωματούχος εξέφρασε την ικανοποίηση των θεσμών για τη δημοσιονομική τροχιά της Ελλάδας, χαρακτήρισε πολύ καλά τα αποτελέσματα του 2016 και το πλεόνασμα του 4,2%, ενώ απέδωσε ένα μέρος αυτός σε μέτρα μιας χρήσης, δηλαδή μη επαναλαμβανόμενο.
Ωστόσο εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι τόσο φέτος όσο και του χρόνου θα επιτευχθούν οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% και 3,5% του ΑΕΠ αντίστοιχα.
Πρόσθεσε επίσης, ότι η Κομισιόν εμμένει στις προβλέψεις της ότι οι στόχοι θα επιτευχθούν και μετά τη λήξη του προγράμματος και πως το 2% του ΑΕΠ των μέτρων που θα υλοποιηθούν το 2019 (1% από περικοπή των συντάξεων) και το 2020 (μείωση αφορολόγητου), θα μπορέσει να επιστρέψει στις κοινωνικές πολιτικές και τα μέτρα ανάπτυξης της οικονομίας με τη μορφή των αντίμετρων της κυβέρνησης.