Αναγκαία χαρακτήρισε ισχυρά μέτρα νομισματικής χαλάρωσης ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Ο Μάριο Ντράγκι επισήμανε ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να κινείται στα τρέχοντα επίπεδα, ωστόσο δεν ο δομικός πληθωρισμός παραμένει αδύναμος, καθώς εξαιρουμένων των τιμών των καυσίμων πολλοί τομείς υπολείπονται. όπως επισήμανε ο πρόεδρος της ΕΚΤ, το διοικητικό συμβούλιο εστίασε στις αναπτυξιακές προοπτικές και την ανάγκη στήριξής τους με μέτρα νομισματικής πολιτικής αλλά κυρίως με δομικές μεταρρυθμίσεις.
Οι δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι εστίασαν στην ανάγκη διατήρησης της τρέχουσας πολιτικής της ΕΚΤ, ενώ απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου για τις δηλώσεις τυ Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που επέκρινε την πολιτική της ΕΚΤ, επανήλθε στην αυτονομία και ανεξαρτησία της ΕΚΤ, στέλνοντας σαφές μήνυμα στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ εστίασε στη συγκριτική βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης της οικονομίας της Ευρωζώνης, ξεκαθάρισε όμως ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης είναι αναγκαίο και θα συνεχιστεί έως το τέλος του 2017 ή και περισσότερο αν χρειαστεί, ενώ τα επιτόκια θα παραμείνουν στα τρέχοντα ή και χαμηλότερα ακόμα και μετά την έναρξη της διαδικασίας tappering.
Διαβάστε επίσης: ΕΚΤ: Σταθερά επιτόκια και QE
Για τον πληθωρισμό ο πρόεδρος της ΕΚΤ δήλωσε:
Ο δομικός πληθωρισμός δεν παρουσίασε πειστική ανοδική τάση – οι πιέσεις στο εγχώριο κόστος παραμένουν υποτονικές και οι πρόσφατες αυξήσεις στις παγκόσμιες πιέσεις των τιμών δεν έχουν ακόμη περάσει. Τους επόμενους μήνες, ο γενικός πληθωρισμός ενδέχεται να κυμανθεί γύρω από τα σημερινά επίπεδα, αντανακλώντας κυρίως τις μεταβολές του ετήσιου ρυθμού μεταβολής των τιμών της ενέργειας.
Όπως σημείωσε ο Μάριο Ντράγκι οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας της Ευρωζώνης περιορίζονται και η ΕΚΤ βλέπει διατήρηση της τάσης περιορισμού τους τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές περιβάλλον. Επισήμανε όμως ότι οι συνθήκες που θα επέτρεπαν αλλαγή νομισματικής πολιτικής δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί.
Οι κίνδυνοι για τις αναπτυξιακές προοπτικές μειώθηκαν κάπως, αλλά παραμένουν σε πτωτική πορεία και σχετίζονται κυρίως με παγκόσμιους παράγοντες.
Για τα βασικά οικονομικά μεγέθη η ΕΚΤ προβλέπει:
– Αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,8% το 2017, 1,7% το 2018 και 1,6% το 2019
– Πληθωρισμό 1,7% το 2017, 1,6% το 2018 και 1,7% το 2019.
– Διατήρηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης στα 60 δισ. τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους
– Περιορισμό των κινδύνων
Ακολουθεί αυτούσια η δήλωση του Μάριο Ντράγκι
Η ανάπτυξη στην οικονομία της ζώνης του ευρώ, υποστηριζόμενη από τα μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, σταθεροποιείται και διευρύνεται σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε κατά την τελευταία συνεδρίασή μας πριν από έξι μήνες. Οι κίνδυνοι για τις αναπτυξιακές προοπτικές μειώθηκαν κάπως, αλλά παραμένουν σε πτωτική πορεία και σχετίζονται κυρίως με παγκόσμιους παράγοντες. Ενώ ο γενικός πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ έχει αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, ο δομικός πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει υποτονικός. Ένας πολύ σημαντικός βαθμός νομισματικής στέγασης εξακολουθεί να είναι απαραίτητος για να εξασφαλιστεί η σταθερή απόδοση των ποσοστών πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω, αλλά κοντά στο 2% – σύμφωνα με την εντολή της ΕΚΤ. Προκειμένου να αξιοποιηθούν πλήρως τα οφέλη των μέτρων νομισματικής πολιτικής, είναι αναγκαία η ανάληψη δράσεων σε άλλους τομείς οικονομικής πολιτικής για την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και της ανθεκτικότητας στη ζώνη του ευρώ.
Η συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εγχώρια ζήτηση, με ιδιωτική κατανάλωση και επενδύσεις να συμβάλλουν στην ανάπτυξη. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,7% το 2016. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ανάκαμψη διευρύνεται μεταξύ των χωρών και των τομέων. Η μετακύλιση των μέτρων νομισματικής πολιτικής μας υποστηρίζει την εγχώρια ζήτηση. Η ανάκαμψη των επενδύσεων εξακολουθεί να προωθείται με πολύ ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης και βελτιώσεις στην κερδοφορία των επιχειρήσεων. Η ιδιωτική κατανάλωση πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω από τη συνεχή αύξηση της απασχόλησης. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για μια κάπως πιο ισχυρή παγκόσμια ανάκαμψη και αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του προσωπικού της ΕΚΤ, το ετήσιο πραγματικό ΑΕΠ αυξάνεται κατά 1,8% το 2017, 1,7% το 2018 και 1,6% το 2019.
Ο γενικός πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκε κατά το παρελθόν έτος, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό τον αισθητά υψηλότερο πληθωρισμό ενέργειας και τροφίμων. Οι κίνδυνοι του αποπληθωρισμού, οι οποίοι ορίζονται ως γενικευμένες μειώσεις των τιμών που προκαλούν μια αρνητική σπειροειδή αυτοπεποίθηση, έχουν εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό. Παράλληλα, ο δομικός πληθωρισμός δεν παρουσίασε πειστική ανοδική τάση – οι πιέσεις στο εγχώριο κόστος παραμένουν υποτονικές και οι πρόσφατες αυξήσεις στις παγκόσμιες πιέσεις των τιμών δεν έχουν ακόμη περάσει. Τους επόμενους μήνες, ο γενικός πληθωρισμός ενδέχεται να κυμανθεί γύρω από τα σημερινά επίπεδα, αντανακλώντας κυρίως τις μεταβολές του ετήσιου ρυθμού μεταβολής των τιμών της ενέργειας. Ωστόσο, ο δομικός πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά μεσοπρόθεσμα, υποστηριζόμενος από τα μέτρα νομισματικής πολιτικής μας, την αναμενόμενη συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη και την αντίστοιχη σταδιακή απορρόφηση της χαλαρότητας. Οι τελευταίες προβλέψεις του προσωπικού της ΕΚΤ για τη ζώνη του ευρώ δείχνουν ετήσιο συνολικό πληθωρισμό 1,7% το 2017, 1,6% το 2018 και 1,7% το 2019.
Τα συνολικά μέτρα νομισματικής πολιτικής που έλαβε η ΕΚΤ από τον Ιούνιο του 2014 συνέβαλαν ουσιαστικά στην οικονομική ανάκαμψη. Οι όροι χρηματοδότησης και η ζήτηση πιστώσεων έχουν βελτιωθεί. Ο όγκος των δανείων συνεχίζει να αυξάνεται, τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων για τα νοικοκυριά και τις εταιρείες μειώθηκαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Και υπήρξε μείωση της ετερογένειας μεταξύ των χωρών. Επίσης, σε σύγκριση με πριν από έξι μήνες, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό στην αγορά έχουν ενισχυθεί αισθητά. Ταυτόχρονα, καθώς ο δομικός πληθωρισμός παραμένει υποτονικός και η πορεία του πληθωρισμού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις επικρατούσες πολύ ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης, δεν μπορούμε να έχουμε επαρκή εμπιστοσύνη ότι μια σταθερή προσαρμογή του πληθωρισμού θα υλοποιηθεί με διαρκή τρόπο. Συνεπώς, απαιτείται ένας πολύ σημαντικός βαθμός νομισματικής στέγασης για τις βασικές πιέσεις του πληθωρισμού για τη δημιουργία και την υποστήριξη του γενικού πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα.
Όπως επιβεβαίωσε το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την τελευταία συνεδρίασή του για τη νομισματική πολιτική στις 9 Μαρτίου, εξακολουθούμε να περιμένουμε τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ να παραμείνουν επί του παρόντος ή σε χαμηλότερα επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα και αρκετά πέρα από τον ορίζοντα των καθαρών αγορών στοιχείων ενεργητικού. Μέχρι το τέλος του περασμένου μήνα, οι μηνιαίες αγορές τίτλων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς ιδίων κεφαλαίων (APP) ανήλθαν σε 80 δισ. Ευρώ κατά μέσο όρο. Προβλέπεται να συνεχιστούν με μηνιαίο ρυθμό ύψους 60 δισ. Ευρώ έως το τέλος Δεκεμβρίου 2017 ή και εάν αυτό κριθεί αναγκαίο και εν πάση περιπτώσει μέχρις ότου το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ διαπιστώσει μια διαρκή προσαρμογή στην πορεία του πληθωρισμού σύμφωνα με τον στόχο του για τον πληθωρισμό. Οι καθαρές αγορές θα πραγματοποιηθούν παράλληλα με τις επανεπενδύσεις των πληρωμών κεφαλαίου από τους τίτλους λήξης που αγοράστηκαν βάσει της APP. Εάν οι προοπτικές καθίστανται λιγότερο ευνοϊκές ή αν οι χρηματοοικονομικές συνθήκες είναι ασυμβίβαστες με την περαιτέρω πρόοδο προς μια σταθερή προσαρμογή στην πορεία του πληθωρισμού, είμαστε έτοιμοι να αυξήσουμε το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων όσον αφορά το μέγεθος ή / και τη διάρκεια.
Το αίσθημα της αγοράς προς τον τραπεζικό τομέα της ζώνης του ευρώ βελτιώθηκε. Η πρόσφατη ενίσχυση της ανάκαμψης υποστηρίζει την κερδοφορία των τραπεζών και συμβάλλει στη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ έχουν βελτιώσει τις κεφαλαιακές τους θέσεις από την κρίση και τώρα είναι καλά κεφαλαιοποιημένες σε συγκεντρωτικό επίπεδο. Παρόλα αυτά, η κερδοφορία παραμένει αδύναμη σε τμήματα των τραπεζών της ζώνης του ευρώ