Με τις ανθρωπιστικές οργανώσεις στην Ιντλίμπ να προσπαθούν να σώσουν ακόμα ανθρώπους που δηλητηριάστηκαν από χημικό αέριο -κατά πάσα πιθανότητα σαρίν- συνεχίζεται η διεθνής αντιπαράθεση για την αναγνώριση των δραστών και τον καταλογισμό ευθυνών για το θάνατο 20 παιδιών και 52 ενηλίκων, αμάχων. Τα γεγονότα είναι πλέον πιθανό να οδηγήσουν σε αλλαγή της αμερικανικής στρατηγικής στην περιοχή, η οποία επανασχεδιαστεί μόλις πριν από μια εβδομάδα και επέτρεπε την παραμονή Άσαντ στην εξουσία.
Ενώ σύσσωμη η διεθνής κοινότητα δείχνει τα στρατεύματα του Μπασάρ αλ-Άσαντ ως υπευθύνους για τη δολοφονία αμάχων με χημικά, η Ρωσία υπερασπίζεται τον Σύρο δικτάτορα που παραμένει στην εξουσία μετά από 6 χρόνια εμφυλίων συγκρούσεων.
Αν και η πλήρης αποδοχή των γεγονότων βασίζεται στη διεξαγωγή ανεξάρτητης έρευνας για το συμβάν κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να μπορεί να γίνει στο άμεσο μέλλον καθώς ο Άσαντ και η Ρωσία κατηγορούν τους αντάρτες για την κατασκευή αποδεικτικών στοιχείων. Η εκδοχή των γεγονότων που παρουσιάζει η Ρωσία κάνει λόγο για απελευθέρωση χημικών αερίων κατά το βομβαρδισμό εργοστασίου παραγωγής χημικών που διαθέτουν οι αντάρτες στην περιοχή, από τις δυνάμεις του Άσαντ.
Την εκδοχή απέρριψαν ως αστήρικτη και επικαλούμενη διαφορετικά στοιχεία όλοι οι διπλωμάτες στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο δεν κατάφερε να εκδώσει όμως ψήφισμα που να καταδικάζει το γεγονός και να ζητά τον καταλογισμό ευθυνών καθώς το μπλόκαρε με veto η Ρωσία.
Η αδυναμία του ΟΗΕ να καταλήξει σε ενιαία στάση και δράση έδωσε το απαραίτητο πολιτικό και διπλωματικό άλλοθι στις ΗΠΑ να απειλήσουν με πλήρη στρατιωτική εμπλοκή, τόσο δια στόματος της πρέσβειρας τους στον ΟΗΕ, όσο και με δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ.
[graphiq id=”f824zbjmT1H” title=”Θάνατοι από τη χρήση χημικών όπλων από το 2000″ width=”700″ height=”615″ url=”https://w.graphiq.com/w/f824zbjmT1H” ]
Οι εξελίξεις αυτές όμως αποτελούν διπλωματική στροφή για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, καθώς μόλις πριν από μια εβδομάδα η Ρωσία αναγνώρισε τη δράση των Κούρδων του YPG -που στηρίζονται από τις ΗΠΑ- και τους παραχώρησε βάση στη Βορειοδυτική Συρία, ενώ παράλληλα ανέλαβε και την εκπαίδευσή τους. Παράλληλα με δηλώσεις του ο Ντόναλντ Τραμπ, η Νίκι Χέϊλι και ο Ρεξ Τίλερσον είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν θέτουν πλέον ως προαπαιτούμενο την αποχώρηση του Μπσάρ αλ-Άσαντ για την έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών.
Υπό το φως των νέων γεγονότων όμως οι ΗΠΑ πιέζονται εσωτερικά αλλά και διεθνώς να αλλάξουν στάση, κάτι που είναι προφανές ότι συμβαίνει από τις νέες δηλώσεις τόσο του προέδρου τους όσο και της πρέσβειρας τους στον ΟΗΕ.
[graphiq id=”8gc6P3dzaN7″ title=”Συρία: Άμαχοι που έχουν σκοτωθεί ανά περιοχή (από το 2016)” width=”700″ height=”624″ url=”https://w.graphiq.com/w/8gc6P3dzaN7″ ]
“Η στάση των ΗΠΑ απέναντι στη Δαμασκό δεν θα είναι η ίδια”, επισήμανε ο Ντόναλντ Τραμπ, σε συνέντευξη Τύπου στον Λευκό Οίκο ξεκαθαρίζοντας πως, μετά την σφαγή στην Ιντλίμπ είναι πλέον δική του ευθύνη του να επιλύσει την ανθρωπιστική και πολιτική κρίση στη Συρία.
“Η φρικτή, φρικτή επίθεση με το αέριο σαρίν που σκότωσε μικρά παιδιά και όμορφα μωρά είχε μεγάλη επίδραση πάνω μου”
, τόνισε ο Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος τόνισε πάντως πως δεν θα αποκαλύψει τις επόμενες κινήσεις στη Συρία μετά τις δηλώσεις της πρέσβειρας των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, Νίκι Χάλει, ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να δράσουν μονομερώς. “Δεν μου αρέσει να λέει τι θα κάνω”, υποστήριξε ο Τραμπ. Κι όταν πριν την συνέντευξή Τύπου στον Λευκό Οίκο τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος αν θα προχωρήσει σε στρατιωτική επέμβαση κατά της Δαμασκού, εκείνος απάντησε : “Θα δούμε”.
[graphiq id=”24WlfJx91YN” title=”Θάνατοι αμάχων από το 2015 ανά δράστη” width=”700″ height=”612″ url=”https://w.graphiq.com/w/24WlfJx91YN” ]