Τεράστια ερωτηματικά για τη λειτουργία του μηχανισμού διαχείρησης κρίσεων της ελληνικής κυβέρνησης και για την αξιοπιστία της ΕΥΠ εγειρει το φιάσκο που παρολίγο να οδηγήσει σε μεγάλης κλίμακας διπλωματικό επεισόδιο με την Τουρκία. Ο κρατικός μηχανισμός βρέθηκε σε κατάσταση πλήρους αποσύνθεσης, καθώς η κυβέρνηση απάντησε σε ξένο ηγέτη βασιζόμενη σε τηλεγράφημα του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων και καθοδηγούμενη από τους τίτλους των media, ενώ είναι άγνωστο αν και πότε υπήρξε ενημέρωση από τις υπηρεσίες.
Το χθεσινό περιστατικό με το τραγικό λάθος του ανταποκριτή του ΑΠΕ να ενσωματώσει στις δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν σχόλιο του τουρκικού Τύπου, προκάλεσε την οργίλη αντίδραση πολιτειακών και πολιτικών παραγόντων και οδήγησε τις δυο χώρες σε διπλωματικό επεισόδιο.
Σύσσωμα τα ελληνικά media, εκτός του Crisis Monitor, έσπευσαν να μεταδώσουν με τραγικούς τόνους τις δηλώσεις Ερντογάν καλώντας την κυβέρνηση σε θερμή αντίδραση, κάτι το οποίο πέτυχαν, οδηγώντας όμως τη χώρα στο χείλος μιας νέας κρίσης.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο την κρίση σε πρώτο επίπεδο όφειλε να διαχειριστεί η προεδρία της Δημοκρατίας, απαντώντας ο Προκόπης Παυλόπουλος στον Τούρκο ομόλογό του, μετά απόσυνεννόηση με το Υπουργείο Εξωτερικών και ενημέρωση από την ΕΥΠ.
Αν ωστόσο κρίνονταν πολύ σοβαρό, που ήταν εφόσον οι δηλώσεις εμπεριήχαν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, έπρεπε να υπάρξει συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ, καθώς θα ήταν προφανής η κλιμάκωση από τουρκικής πλευράς και θα έπρεπε να εξεταστούν και άλλοι παράγοντες και να προγαρμματιστούν απαντήσεις και επίπεδο κλιμάκωσης και αναλογικότητας. Κανένα από τα παραπάνω βήματα όμως δεν έγινε, οι αρχές -ως μη όφειλαν- καθοδηγήθηκαν από τους τίτλους των media, ενώ ο υπηρεσιακός μηχανισμός είτε αγνοήθηκε, είτε δεν λειτούργησε.
Υπ αυτό το πρίσμα η πολιτική ηγεσία καλείται να αναζητήσει ευθύνες όχι μόνο στο ενδεχόμενο δυσλειτουργίας των μηχανισμών και εφαρμογής των πρωτοκόλλων αλλά και στο ενδεχόμενο δολιοφθοράς τους, εκούσιας ή ακούσιας εμπλοκής με στόχο την πρόκληση πολιτικής, διπλωματικής και εν τέλει στρατιωτικής εμπλοκής της χώρας.
Αν και τα ελληνικά media εστιάζουν στη λάθος μετάδοση της είδησης από τον ανταποκριτή του ΑΠΕ το θέμα είναι πολύ βαθύτερο. Η ενημέρωση του υπουργείου Εξωτερικών και των υπόλοιπων κυβερνητικών υπηρεσιών και πολιτικών φορέων από τα ΜΜΕ και όχι από τις αρμόδιες υπηρεσίες και μέσα από τις προβλεπόμενες διαδικασίες, η έκδοση ΄δελτίων Τύπου και ανακοινώσεων σε βάρος ηγέτη άλλης χώρας χωρίς να υπάρχει πλήρης και ασφαλής τεκμηρίωση των γεγονότων δεν είναι απλά λάθος.
Σε μια τόσο ευαίσθητη περίοδο για την περιοχή με το θερμόμετρο στο κόκκινο, καθημερινά επεισόδια, αερομαχίες στο Αιγαίο και διαρκείς προκλήσεις από τον Ερντογάν και Τούρκους αξιωματούχους σε όλα τα επίπεδα η κατά τα άλλα ακαριαία απάντηση αποκάλυψε ότι το σύστημα δεν λειτουργεί και ότι η χώρα μπορεί να εμπλακεί ακόμα και σε θερμό επεισόδιο λόγω έλλειψης και κακής διαχείρισης πληροφοριών.
Το μόνο θετικό που προέκυψε όμως από τη χθεσινή εμπλοκή είναι η έλλειψη βούλησης, από την πλευρά του Ταγίπ Ερντογάν για περαιτέρω κλιμάκωση, καθώς αν και μετά το περιστατικό είχε πρόσφορο έδαφος για νέες προκλήσεις που δοκίμαζαν ουσιαστικά τα όρια των δυο πλευρών, εν τούτοις δεν το έπραξε.
Ακολουθούν τα τηλεγραφήματα του ΑΠΕ (λάθος και σωστό)
Το δεύτερο τηλεγράφημα (σωστό)
Οι δηλώσεις Ερντογάν στη σελίδα της τουρκικής προεδρίας
Οι δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όπως έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της τουρκικής προεδρίας, έχουν ως εξής:
«Η Τουρκία δέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες όλους τους καταπιεσμένους και τα θύματα και ποτέ δεν άφησε τους ομοεθνείς της μόνους», τόνισε ο πρόεδρος Ερντογάν και πρόσθεσε: “Τα φυσικά σύνορα είναι διαφορετικά από τα σύνορα της καρδιάς μας. Θα πρέπει να τα διαχωρίσουμε. Εμείς, βέβαια, εκφράζουμε το σεβασμό μας για τα φυσικά σύνορα, αλλά δε μπορούμε να χαράξουμε σύνορα στην καρδιά μας, ούτε θα το επιτρέψουμε. Κάποιοι μας ρωτούν “γιατί ενδιαφέρεστε για το Ιράκ, γιατί ενδιαφέρεστε για τη Συρία”. Μας ρωτούν “γιατί νοιάζεστε για την Γεωργία, την Ουκρανία, την Κριμαία, το Αζερμπαϊτζάν, το Καραμπάχ, τα Βαλκάνια, τη Βόρειο Αφρική”. Αυτά τα ερωτήματα μπορούν να επεκταθούν. Πάντως, παρατηρείστε ότι κανείς δεν ρωτά τις χώρες που έρχονται σε εμάς από απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων “τι δουλειά έχετε εκεί”. Κανένα από αυτά τα μέρη για τα οποία μας ρωτούν “τι δουλειά έχετε εκεί” δεν είναι ξένα σε εμάς. Σας ρωτώ για την Ριζούντα, αγαπητοί μου αδελφοί. Πώς είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε την Ριζούντα από το Μπατούμι; Πώς μπορούμε να σκεφτούμε την Ανδριανούπολη από τη Θεσσαλονίκη ή το Κάρτζαλι; Πώς μπορείτε εσείς να θεωρήσετε ότι το Γκαζιαντέπ και το Χαλέπι, το Μαρντίν, τη αλ-Χασάκα, ή τη Σύρτη και τη Μοσούλη ότι είναι μέρη που δεν έχουν καμία σχέση το ένα με το άλλο; Βλέπετε κάτι από εμάς σε κάθε χώρα της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, μεταξύ της επαρχίας Χατάι και του Μαρόκου. Σίγουρα συναντάτε τα ίχνη ενός από τους προγόνους μας σε κάθε βήμα σας (κατά τα εδάφη που εκτείνονται) από τη Θράκη στην Ανατολική Ευρώπη».