Το μαχαίρι στο λαιμό των γερμανικών ασφαλιστικών εταιριών και κατ’ επέκταση των τραπεζών φαίνεται ότι έχει ο Μάριο Ντράγκι μηδενίζοντας τα επιτόκια και επιβάλλοντας ακόμα και «φόρο» στις καταθέσεις στην ΕΚΤ. Στόχος της πολιτικής που εφαρμόζει η ΕΚΤ είναι η διάχυση της προσφερόμενης ρευστότητας στο σύστημα και οι διακρατικές επενδύσεις μέσα από τις εταιρίες, ώστε να επιτευχθεί αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο οικοδόμημα της Ευρωζώνης.
Ωστόσο το σχέδιο αυτό απέχει παρασάγγας από την πραγματοποίησή του, καθώς χώρες που έχουν ανάγκη κεφάλαια και ρευστότητα, όπως η Ελλάδα παράγουν υψηλό –συγκριτικά με τις αποδόσεις- ρίσκο.
Οι Γερμανοί τραπεζίτες και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε διαμαρτύρονται ότι τα μηδενικά επιτόκια προκαλούν απώλειες στους καταθέτες και πλήττουν τα κέρδη των τραπεζών. Το ΔΝΤ όμως διαφωνεί, εξετάζοντας τις γερμανικές τράπεζες εκτιμά ότι αντέχουν και ότι έχουν εναλλακτικές πηγές εσόδων αν και τα περιθώρια κερδών τους πιέζονται. Ο Μάριο Ντράγκι προχωρώντας ένα βήμα πιο μακριά ζητά περαιτέρω συγκέντρωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι οι τράπεζες, αλλά οι ασφαλιστικές. Όπως εντοπίζει το ΔΝΤ στην έκθεση εξέτασης ολόκληρου του γερμανικού χρηματοοικονομικού συστήματος οι ασφαλιστικές εταιρίες έχουν παρωχημένο μοντέλο λειτουργίας και αδυναμία προσαρμογής τόσο στο νέο περιβάλλον, μηδενικών επιτοκίων. Το ΔΝΤ καταλήγει ότι ο ασφαλιστικός κλάδος της Γερμανίας δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε ενδεχόμενες κρίσεις, ενώ στην πλειονότητά τους οι εταιρίες του κλάδου δεν περνάνε στα stress tests υπό τα πρότυπα του Solvency II και χωρίς τα μέτρα προσαρμογής.
Τώρα όμως που τα ασφαλή καταφύγια γίνονται επικίνδυνα για τους επενδυτές η διάθεση ανάληψης ρίσκου έχει ήδη αρχίσει να ενισχύεται, καθώς όπως παρατηρεί το ΔΝΤ η Allianz ξεκίνησε να αγοράζει ομόλογα της Ισπανίας και της Ιταλίας.
Το γερμανικό 10ετές Bund δίνει οριακά αρνητική απόδοση, που πρακτικά σημαίνει ότι ο επενδυτής όχι μόνο δεν βγάζει κέρδος αλλά πληρώνει και… «φύλακτρα» για την ασφάλεια των χρημάτων του.
Αντιστοίχως τα ιταλικά και ισπανικά ομόλογα προσφέρουν αποδόσεις της τάξης του 1,5-2%.
Η παρατεταμένη περίοδος χαμηλών επιτοκίων και το παρηκμασμένο επιχειρηματικό τους μοντέλο όμως αναγκάζουν τις γερμανικές ασφαλιστικές εταιρίες να αναζητήσουν ακόμα υψηλότερες αποδόσεις χωρίς όμως να αυξήσουν αντίστοιχα το αναλαμβανόμενο ρίσκο.
Με αυτά τα δεδομένα τα ελληνικά χρεόγραφα (έντοκα γραμμάτια και ομόλογα) είναι τα μόνα εντός Ευρωζώνης που μπορούν να δώσουν ανάσα και… κέρδη σε εταιρίες όπως η Allianz.
Η πολιτική του Μάριο Ντράγκι και της ΕΚΤ στόχο έχει να σπάσει την εσωτερική διακίνηση κεφαλαίου σε ισχυρές οικονομίες και να δημιουργήσει προϋποθέσεις διάχυσης σε άλλες λιγότερο δυνατές , ενισχύοντας τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις και συμπιέζοντας τα κόστη δανεισμού τους.
Επειδή όμως οι πολιτικοί χειρισμοί δεν επιτρέπουν στην ΕΚΤ την ανάληψη δράσεων για χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα, που είναι και ντε φάκτο οι πλέον αδύναμες και χρήζουσας βοήθειας, ο κεντρικός τραπεζίτης επέλεξε τα αρνητικά επιτόκια για να πάει την κατάσταση στα άκρα και να καταστήσει σαφές ότι η διακράτηση πλεονάζουσας ρευστότητας δημιουργεί περισσότερους κινδύνους και υποσκάπτει τη σταθερότητα των εταιριών.
Παράλληλα το εγχείρημα Ντράγκι τερματίζει και το μοντέλο οικονομικού εθνικισμού που υιοθετήσει η Γερμανία, έλκοντας καταθετικά κεφάλαια ως “ασφαλές κταφύγιο” και διοχετεύοντάς τα εσωτερικά για την ενίσχυση της ρευστότητας και την παραγωγή πλεονασμάτων.
Πολιτική ανάλυση (risk vs gain)
Το ενδεχόμενο επένδυσης γερμανικών εταιριών σε ελληνικά ομόλογα θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και πολιτικά από τη Γερμανία, μιας και φαίνεται αναπόφευκτο για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλστικών.
Η εισροή κεφαλαίων θα μπορούσε να είναι πολυσχιδής ώστε να επιτυγχάνεται διάχυση, άρα και μείωση, του αναλαμβανόμενου ρίσκου.
Σε πολιτικό επίπεδο θα αποτελούσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και τη χώρα και θα έκλεισε τα σενάρια εξόδου από το ευρώ. Με μια τέτοια κίνηση Μέρκελ και Σόιμπλε θα «χρύσωναν» εύκολα το χάπι της καθυστέρησης της ελάφρυνσης του χρέους.