Η πρόνοια για αμνήστευση των ανταρτών του FARC για εγκλήματα πολέμου, όπως η στρατολόγηση παιδιών, οι απαγωγές και η εμπλοκή αμάχων, ήταν αυτή που οδήγησε τελικά στην απόρριψη της συμφωνίας της κυβέρνησης του προέδρου Σάντος και των σοσιαλιστών ανταρτών. Με το 99,98% των ψήφων καταμετρημένο, το «όχι» επικρατεί (50,21%) του «ναι» (49,78%). Η συμμετοχή στην ψηφοφορία δεν ξεπέρασε το 37,43%.
Για την Κέρστι Μπράιμελοου, βρετανίδα δικηγόρο, διευθύντρια της Bar Human Rights Committee, η οποία διευκόλυνε τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στις συμφωνίες ειρήνης, είναι σαφές ότι «η αποχή κέρδισε και η χώρα έχασε». Το αποτέλεσμα «θυμίζει το Brexit», πρόσθεσε, αναφερόμενη στο δημοψήφισμα του Ιουνίου για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση που προκάλεσε πολιτική κρίση στη Βρετανία.
Και οι δυο πλευρές δήλωσαν ότι έχουν εγκαταλείψει την ένοπλη αντιπαράθεση και ότι δεν σκοπεύουν να επιστρέψουν στη χρήση όπλων, ενώ ο FARC κατέστρεψε 600 κιλά εκρηκτικών υλών υπό την επίβλεψη παρατηρητών του ΟΗΕ, ενώ δεσμεύτηκε για πληρωμή αποζημιώσεων σε θύματα πολέμου από τα ίδια κεφάλαια που μέχρι πρότεινος αρνούνταν ότι διαθέτει.
«Δεν εγκαταλείπω την προσπάθεια, θα συνεχίσω να επιδιώκω την ειρήνη για το υπόλοιπο της θητείας μου, διότι αυτός είναι ο τρόπος να αφήσουμε μια καλύτερη χώρα στα παιδιά μας», δήλωσε ο πρόεδρος Σάντος, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα να διεκδικήσει την επανεκλογή του στο αξίωμα, από το οποίο θα αποχωρήσει τον Αύγουστο του 2018.
Ο Σάντος διαβεβαίωσε ότι η αμοιβαία και οριστική κατάπαυση του πυρός η οποία κηρύχθηκε την 29η Αυγούστου «είναι ακόμη έγκυρη και θα παραμείνει σε ισχύ».
«Σας κάλεσα να αποφασίσετε εάν υποστηρίζετε ή όχι αυτό που συμφωνήθηκε για τον τερματισμό του πολέμου με την οργάνωση FARC, και η πλειοψηφία, έστω κι αν είναι μια πολύ μικρή πλειοψηφία, είπε “όχι”», δήλωσε ο Σάντος, προσθέτοντας «η άλλη μισή χώρα είπε “ναι”».
«Αύριο (σ.σ. σήμερα Δευτέρα) θα καλέσω όλες τις πολιτικές δυνάμεις—και ιδίως εκείνες που τάχθηκαν υπέρ του “όχι—για να τις ακούσω, για να αρχίσω έναν διάλογο και να αποφασίσω ποιον δρόμο θα ακολουθήσουμε», πρόσθεσε ο Σάντος.
Επικεφαλής του στρατοπέδου του «όχι» είναι ο δεξιός πρώην πρόεδρος, νυν γερουσιαστής, Άλβαρο Ουρίμπε.
«Έδωσα οδηγίες στον επικεφαλής διαπραγματευτή της κυβέρνησης (Ουμπέρτο ντε λα Κάγιε) και στον ύπατο επίτροπο για την ειρήνη (Σέρχιο Χαραμίγιο) να μεταβούν αύριο στην Αβάνα για να ενημερώσουν τους διαπραγματευτές των FARC για τα αποτελέσματα αυτού του πολιτικού διαλόγου», διευκρίνισε ακόμη ο Χουάν Μανουέλ Σάντος.
Πολιτικοί αναλυτές στην περιοχή χαρακτηρίζουν το “ΌΧΙ” στη συμφωνία οπορτουνίστικο και καταλογίζουν στην αντιπολίτευση προσπάθεια πολιτικής καπήλευσης και συντήρησης της έντασης.
Το δημοψήφισμα, η συμμετοχή στο οποίο δεν ήταν υποχρεωτική και το αποτέλεσμα του οποίου δεν είναι δεσμευτικό, οργανώθηκε με πρωτοβουλία του προέδρου Σάντος για να δοθεί «η μέγιστη δυνατή νομιμοποίηση» στην ειρηνευτική συμφωνία που συνήφθη με τις Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας.
Ο Άλβαρο Ουρίμπε, σφοδρός επικριτής της συμφωνίας ειρήνης, ειδικά της «ατιμωρησίας» των ανταρτών, κάλεσε από την πλευρά του να υπάρξει μια «μεγάλη εθνική συμφωνία». «Θέλουμε να συμβάλλουμε σε μια μεγάλη εθνική συμφωνία. Μας φαίνεται θεμελιώδες ότι δεν πρέπει, στο όνομα της ειρήνης, να τεθούν σε κίνδυνο οι αξίες που την καθιστούν εφικτή», είπε ο πρώην αρχηγός του κράτους (2002-2010) από το Ριονέγρο, στη βορειοδυτική Κολομβία, αντιδρώντας στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Από την Αβάνα, ο Ροντρίγκο Λοντόνιο, πιο γνωστός ως Τιμολέον Χιμένες ή Τιμοσένκο, ο ηγέτης των FARC, εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι «η καταστροφική δύναμη αυτών που σπέρνουν το μίσος και την εχθρότητα επηρέασε την κρίση του κολομβιάνικου λαού», αλλά διαβεβαίωσε ότι οι αντάρτες «δεν θα χρησιμοποιούν παρά μόνο τις λέξεις ως όπλο για την οικοδόμηση του μέλλοντος».