Ανοιχτό κρατά το ζήτημα της συμμετοχής του στο νέο ελληνικό πρόγραμμα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σύμφωνα με δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ, επαναφέροντας το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους ως μείζον στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Όλα αυτά ενώ έχουν κινήσεις οι προπαρασκευαστικές επαφές για τη δεύτερη αξιολόγηση και λίγες μέρες μετά την προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να αναδιατάξει την ατζέντα προτάσσοντας τα μέτρα μείωσης του χρέους και την αναθεώρηση του πλεονάσματος, έναντι της ολοκλήρωσης του δεύτερου πακέτου μεταρρυθμίσεων.
Οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ μόνο τυχαίες δεν μπορούν να θεωρηθούν καθώς συμπίπτουν χρονικά με μια σειρά από εξελίξεις και υπενθυμίζουν ότι η κρίση χρέους στην Ευρωζώνης δεν έχει αντιμετωπιστεί.
Η διαπίστωση του ΔΝΤ σε μια περίοδο που η ΕΕ αναζητά συναινέσεις για να αντιμετωπίσει το Brexit και να τονώσει την εσωτερική ζήτηση και ανάπτυξη είναι προφανές ότι «ξύνει πληγές».
Ωστόσο για την Ελλάδα η προσέγγιση του ΔΝΤ μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη στο βαθμό που δε θα τραβήξει την κυβέρνηση σε νέο γύρο διαβουλεύσεων για μέτρα βήμα, βήμα.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε την Πέμπτη στο πρακτορείο Reuters, η κ. επέμεινε ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα θα βασιστεί σε δύο σκέλη:
1. εφαρμογή σημαντικών μεταρρυθμίσεων
2. βιωσιμότητα του χρέους με βάση τους κανόνες και τις μετρήσεις του ΔΝΤ, κάτι που όπως είπε, δεν ισχύει τώρα.
Πάντως, η κ. Λαγκάρντ δήλωσε «ενθαρρυμένη» από τις προσπάθειες αποκρατικοποιήσεων της Ελλάδας και εμφανίστηκε αισιόδοξη ότι σύντομα θα ψηφιστεί και θα εφαρμοστεί η νομοθεσία για τις μεταρρυθμίσεις.
Εν όψει της συνόδου κορυφής της G20 (της Ομάδας των 20 μεγαλύτερων αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών) που θα διεξαχθεί στην Κίνα, η κ. Λαγκάρντ είπε ότι το ΔΝΤ πιθανότατα θα αναθεωρήσει ξανά πτωτικά την πρόβλεψή του για την παγκόσμια ανάπτυξη, καθώς οι οικονομικές προοπτικές περιορίζονται από την αδύναμη ζήτηση, την κάμψη του εμπορίου και των επενδύσεων και την αυξανόμενη ανισότητα.
Η ίδια τόνισε ότι οι ηγέτες της G20 πρέπει να κάνουν πολύ περισσότερα για να τονώσουν τη ζήτηση, να ενισχύσουν τα επιχειρήματα για το εμπόριο και την παγκοσμιοποίηση και να καταπολεμήσουν την ανισότητα.